- τζιέρι
- και τζιγέρι, το, Ν1. το συκώτι2. στον πληθ. τα τζιέριατα σπλάγχνα, τα εντόσθια3. φρ. α) «τζιέρι μου»επιφών. σπλάχνο μου, αγάπη μουβ) «μού 'φάγε [ή μού 'ψήσε] τα τζιέρια» — μέ ταλαιπώρησε, μέ βασάνισε πολύ.[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. ciğer].
Dictionary of Greek. 2013.