τζιέρι

τζιέρι
και τζιγέρι, το, Ν
1. το συκώτι
2. στον πληθ. τα τζιέρια
τα σπλάγχνα, τα εντόσθια
3. φρ. α) «τζιέρι μου»
επιφών. σπλάχνο μου, αγάπη μου
β) «μού 'φάγε [ή μού 'ψήσε] τα τζιέρια» — μέ ταλαιπώρησε, μέ βασάνισε πολύ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. ciğer].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • τζιέρι — τζιέρι, το και τζιγέρι, το (λ. τουρκ.) 1. το συκώτι. 2. πληθ. τζιέρια, τα και τζιγέρια, τα, τα εντόσθια, τα σπλάχνα: Μου ΄φαγες τα τζιέρια (με βασάνισες πολύ) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τζιγέρι — τὸ, Ν βλ. τζιέρι …   Dictionary of Greek

  • τζιερτζής — ο, Ν (παλ. τ.) έμπορος που πουλάει εντόσθια. [ΕΤΥΜΟΛ. < τζιέρι «σπλάχνο» + κατάλ. τζής* (πρβλ. παλια τζής)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”